- εξάκυκλος
- ἑξάκυκλος, -ον (AM)μσν.φρ. «ἑξάκυκλος ἡμερῶν δρόμος» — δρόμος έξι ημερών, Τζέτζ.)αρχ.(για όχημα) αυτός που έχει έξι τροχούς («ἅμαξαι ἑξάκυκλοι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξα- < εξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κύκλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑξάκυκλος — six wheeled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξακύκλου — ἑξάκυκλος six wheeled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξάκυκλοι — ἑξάκυκλος six wheeled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek